Σαν σήμερα, 11 Νοεμβρίου του 1990 πέθανε ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους σπουδαιότερους Ελληνες ποιητές

0
91

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα, αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο. Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990.

 

Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά Του 1909. Ημέρα σύμβολο των μακρόχρονων αγώνων και των απροσμέτρητων θυσιών των ταπεινών και καταφρονέμων. Των προλεταρίων όλης της Γης. Ο Γιάννης Ρίτσος χαιρόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. Να υμνήσει τους αγώνεςΝα θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της.

Την περίοδο της Κατοχής ο Γ. Ρίτσος πήρε ενεργό μέρος στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, ενώ μετά την απελευθέρωση, το 1948-1952, εξορίστηκε διαδοχικά στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και τον Αϊ Στράτη.

Μετά την απελευθέρωσή του δραστηριοποιείται μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ.

Το 1956 τύπωσε τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», για την οποία τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο ποίησης, το 1960 κυκλοφόρησε η μελοποίηση του «Επιτάφιου» από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το 1966 τυπώθηκε αυτοτελώς η «Ρωμιοσύνη» (πρώτη έκδοση το 1954), η οποία επίσης μελοποιήθηκε από τον Μ. Θεοδωράκη.

Την περίοδο της Χούντας, συνελήφθη και εξορίστηκε και πάλι στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής, αλλά και λόγω της σοβαρής του ασθένειας, η Χούντα αναγκάστηκε να τον μεταφέρει από την εξορία θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το 1970.

Μετά τη μεταπολίτευση έτυχε πλήθους διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό: Προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ το 1975, τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» το 1977, κ.ά. Ο Γ. Ρίτσος παρέμεινε στρατευμένος στην υπόθεση του σοσιαλισμού μέσα από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος έως την τελευταία του πνοή.

Επιτάφιος

 

Μέρα Μαγιού έγραψε και το υπέρτατου, μοναδικού, αθάνατου κάλλους ποίημά του «Επιτάφιος». Εργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο, όσο έστω και ένας εργάτης, οποτεδήποτε και οπουδήποτε στην οικουμένη, θα θυσιάζεται από τους εκμεταλλευτές του. Εργο, κορυφαίος «διάδοχος» της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, θα συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητά του, κάθε άνθρωπο. Κάθε εποχής.

 

Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου πέρασε «μέσα στις φλέβες» των παλαιότερων γενιών. Εγινε «κειμήλιο» δικό τους και κληρονομιά της σημερινής και των επερχόμενων γενεών, ώστε να τους «μεταγγίζει» με το μήνυμα και το κάλλος του την «Ανάγκη». Την Ανάγκη καταπολέμησης του κακού.

 

Χειρόγραφα του «Επιταφίου»

Η ιστορία του «Επιταφίου»

Πρωτομαγιά του ’36 οι απεργιακοί αγώνες πολλών εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη, κλιμακώνονται την Πρωτομαγιά, με πανεργατική απεργία διαρκείας και παλλαϊκά συλλαλητήρια του λαού της Θεσσαλονίκης, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Θορυβημένοι από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό οι εκμεταλλευτές των εργατών και η κυβέρνηση διατάσσουν τη Χωροφυλακή να στήσει, στις 8 του Μάη, πολυβολεία σ’ όλη την πόλη. Στις 9 του Μάη η Χωροφυλακή χτυπάει στο ψαχνό τους απεργούς. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, για να προφυλάξει την, επίσης, απεργό κόρη της, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη».

 

 

Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στο «Ρ» τη φωτογραφία και συγκλονίζεται. Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο, σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με δεκατέσσερα ποιήματα, το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη. Στις 11 Μάη ο ποιητής -συνεργάτης του «Ρ» από το 1932- στέλνει με τον σύντροφό του Ευθύφρονα Ηλιάδη, τρία από τα δεκατέσσερα θρηνικά ποιήματά του. Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

 

Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στο «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι», ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου, με τίτλο «Επιτάφιος».

 

Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» -«(Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)». Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.

 

Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». Λόγω της μεγάλης ζήτησης, ο «Ρ» ετοίμαζε και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεν πρόλαβε, όμως. Τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, κατέσπευσαν και άρπαξαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα. Τα απούλητα αντίτυπα και όσα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν από τα όργανά της μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Το σώμα και το αίμα, (1978)

Μονεβασιώτισσες, (1978)

Το τερατώδες αριστούργημα, (1978)

Φαίδρα, (1978)

Λοιπόν;, (1978)

«Το ρόπτρο»,(1978)

Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα, (1978)

«Γραφή Τυφλού»,(1979)

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, (1980)

Διαφάνεια, (1980)

Πάροδος, (1980)

Μονόχορδα, (1980)

«Τα ερωτικά»,(1981)

Συντροφικά τραγούδια, (1981)

Υπόκωφα, (1982)

Μονοβασιά, (1982)

Το χορικό των σφουγγαράδων, (1983)

Τειρεσίας, (1983)

Με το σκούντημα του αγκώνα, (1984)

Ταναγραίες, (1984)

«Ανταποκρίσεις», (1987)

3Χ111 Τρίστιχα, (1987)

Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα, (1991)

Συλλογές

«Ποιήματα – Α τόμος», (1961)

«Ποιήματα – Β τόμος», (1961)

«12 ποιήματα για τον Καβάφη», (1963)

«Μαρτυρίες – Σειρά 1η», (1963)

«Ποιήματα – Γ τόμος», (1964)

«Μαρτυρίες – Σειρά 2η», (1966)

«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», (1973)

«Ποιήματα – Δ τόμος», (1975)

Θεατρικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα », (1942)

«Πέρα απ’τον ίσκιο των κυπαρισσιών», (1947)

«Τα ραβδιά των τυφλών», (1959)

«Ο λόφος με το συντριβάνι»

Μεταφράσεις

«Α.Μπλόκ: Οι δώδεκα», (1957)

«Ανθολογία Ρουμανικής ποίησης», (1961)

«Αττίλα Γιόζεφ: Ποιήματα», (1963)

«Μαγιακόφσκι: Ποιήματα», (1964)

«Ντόρας Γκαμπέ: Εγώ, η μητέρα μου και ο κόσμος», (1965)

«Ιλία ‘Ερεμπουργκ: Το δέντρο», (1966)

«Ναζίμ Χικμέτ: Ποιήματα», (1966)

«Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών», (1966)

«Νικόλας Γκιλλιέν: Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος», (1966)

«Α.Τολστόη : Η γκρινιάρα κατσίκα», (1976)

«Φ.Φαριάντ: Ονειρα με χαρταετούς και περιστέρια», (1988)

«Χο τσι Μινχ: Ημερολόγιο της φυλακής»

Ταξιδιωτικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ενωση», (1956)

«Ιταλικό τρίπτυχο», (1982)